ἐξεταστῶν

ἐξεταστῶν
ἐξεταστής
examiner
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δοκιμολογία — Συστηματική και πολύπλευρη μελέτη των εξετάσεων και γενικά των εκπαιδευτικών δοκιμασιών. Ο όρος δ. άρχισε να χρησιμοποιείται σχετικά πρόσφατα και περιορίζεται ακόμα σε τεχνικούς τομείς και ειδικά στον τομέα της πειραματικής παιδαγωγικής. Τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”